φλαβίνη

φλαβίνη
η, Ν
(βιοχ.)
1. συν. στον πληθ. οι φλαβίνες
ομάδα ωχροκίτρινων με πρασινωπό φθορισμό βιολογικών χρωστικών τής ομάδας τών φλαβονοειδών, που είναι πολύ διαδεδομένες, σε μικρές ποσότητες στους φυτικούς και ζωικούς ιστούς
2. φρ. «κίτρινη φλαβίνη» — η κίτρινη χρωστική που λαμβάνεται από τον φλοιό τού είδους δρυός Quercus velutina ή Quercus tinctoria.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”